- χρυσολαμπίς
- χρυσο-λαμπίς, ίδος, ἡ,A glowworm, Phryn.PS p.126B.II a precious stone, Plin.HN37.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσολαμπίς — glowworm fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσολαμπίς — ίδος, ἡ, Α 1. πυγολαμπίδα 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο λαμπίς] … Dictionary of Greek